- ἔμμηνον
- ἔμμηνοςlasting a monthmasc/fem acc sgἔμμηνοςlasting a monthneut nom/voc/acc sgἐμμαίνομαιto be mad ataor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτηρέσιο — το / σιτηρέσιον, ΝΜΑ νεοελλ. η ποσότητα τροφής που παρέχεται σε στρατιώτη για μια μέρα μσν. ετήσια παροχή, δωρεά προς την Εκκλησία για την επιτέλεση τού φιλανθρωπικού της έργου μσν. αρχ. 1. ο μισθός ή το επίδομα που δίνεται σε κάποιον, κυρίως σε… … Dictionary of Greek